κηρύλος

κηρύλος
ο (Α κηρύλος και κειρύλος)
μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ-ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα- (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra- «στικτός» και sărī- (ονομασία πτηνού), οπότε η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ke-ro-, πιθ. δηλωτική χρώματος, είτε κηλ- (κηρύλος < *κηλ-ύλος με ανομοίωση), οπότε η λ. συνδέεται με το κελαινός «μαύρος, σκοτεινός» ή, κατ' επικρατέστερη άποψη, με το κήλων «επιβήτορας» (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησύχ. κηρύλος
ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός). Τέλος, η γρφ. κειρύλος οφείλεται σε λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. κείρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κηρύλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρύλον — κηρύλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρύλος — κηρύλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρύλου — κηρύλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλοι — κηρύλος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλον — κηρύλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλου — κηρύλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλους — κηρύλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλων — κηρύλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • серый — сер, сера, серо, укр. сiрий, др. русск., русск. цслав. сѣръ, болг. сер (Младенов 578), серей сало, жир , словен. sẹr, sẹrа серый, белокурый , др. чеш. šěry, чеш., слвц. šery, польск. szary, в. луж. šěry, н. луж. šеrу; см. Нич, RЕS 6, 51.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”